- παράρ(ρ)οος
- -οον, Αβλ. παράρ(ρ)ους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράρ(ρ)ους — ουν, και παράρ(ρ)οος, οον, Α [παραρρέω] φρ. (αιτ. πληθ.) «παράρους κεραμίδας» κεραμίδια που εξέχουν για να συλλέγουν το νερό τής βροχής επιγρ … Dictionary of Greek